ἐπίκουρος

ἐπίκουρος
ἐπίκουρος
Grammatical information: subst. and adj.
Meaning: `helper, auxiliary troops' (pl.), `support; helping, protecting' (Il.).
Derivatives: ἐπικουρικός `consisting of aux. troops' (Th., Pl.), ἐπικούριος `coming to help' (Paus.), ἐπικουρία, -ίη `help, support' (Ion.-Att.), denomin. ἐπικουρέω `coming to help, support' (Ε 614; cf. E. Kretschmer, Glotta 18, 98f.) with ἐπικούρησις, -ημα, -ητικός.
Origin: IE [Indo-European] [583] *kr̥s- `walk'
Etymology: Prob. for *ἐπίκορσος (Solmsen KZ 30, 600f.; as ἐπίφορος etc.) from verb that is lost in Greek, equivalent to Lat. currō `walk' (\< *kr̥s-ō). Cf. the related Celtic word for `car', OIr. carr, Welsh carros (from where Lat. carrus, Arm. kaṙ-k` (pl.) `wagon'; from Galatic). Further perhaps σάρσαι ἅμαξαι as Illyrian (Lagercrantz IF 25, 367); veryr doubtful MHG hurren `move quickly'. - The word is completely isolated in Greek.
Page in Frisk: 1,537-538

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ἐπίκουρος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίκουρος — helper masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίκουρος — (Σάμος ή Αθήνα 341 π.Χ. – Αθήνα 270 π.Χ.). Φιλόσοφος. Παρακολούθησε τη διδασκαλία του πλατωνικού Παμφίλου, του Ξενοκράτη, του περιπατητικού Πραξιφάνη, ύστερα του Ναυσιφάνη, μαθητή του Δημόκριτου, και του Πύρρωνα, κάθε φορά ανάλογα με τον τόπο… …   Dictionary of Greek

  • επίκουρος — η, ο 1. επικουρικός (βλ. λ.). 2. το αρσ. ως ουσ., επίκουρος βοηθός, σύμμαχος, αρωγός: Έχει επίκουρο στις προσπάθειές του τον Α …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Επίκουρος — ο αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος από τη Σάμο (4ος αι. π.Χ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 'πίκουρος — ἐπίκουρος , ἐπίκουρος helper masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπικούρω — Ἐπίκουρος masc nom/voc/acc dual Ἐπίκουρος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικούρω — ἐπίκουρος helper masc nom/voc/acc dual ἐπίκουρος helper masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπικούροις — Ἐπίκουρος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικούροις — ἐπίκουρος helper masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπικούροισι — Ἐπίκουρος masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”